ακυκλοφόρητος

ακυκλοφόρητος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν κυκλοφόρησε, δε διαδόθηκε: Η είδηση ήταν ακόμη ακυκλοφόρητη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακυκλοφόρητος — η, ο [κυκλοφορώ] 1. αυτός που δεν τέθηκε ή δεν μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία 2. (για ειδήσεις) αυτός που δεν διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, ο ακοινολόγητος 3. (για έντυπα) αυτός που δεν εκδόθηκε 4. (για χρήματα) αυτά που δεν διατέθηκαν για το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”